Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαμογελάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαμογελώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαμογελώ
  3. θα χαμογελάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαμογελώ