χαμηλοσυνταξιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμηλοσυνταξιούχος < χαμηλο- + συνταξιούχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμηλοσυνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο συνταξιούχος που έχει, συγκριτικά, χαμηλή σύνταξη
χαμηλοσυνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό