Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκόπεδος < χαλκός + πέδον

  Επίθετο επεξεργασία

χαλκόπεδος αρσενικό ή θηλυκό

  • με δάπεδο από χαλκό (ο οίκος του Δία)
χαλκόπεδον ἕδραν θεῶν (Πίνδαρος)