χαλκεόφωνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χαλκεόφωνος,-ος, -ον ( και χαλκοβόης)
- με χάλκινη, δηλαδή ισχυρή και ίσως σκληρή φωνή (για τον Κέρβερο, τον Στέντορα)
- Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον, πεντηκοντακέφαλον... (Ησίοδος)
- Στέντορι μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ, ὃς τόσον αὐδήσασχ᾽ ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα: τον μεγαλόκαρδο χαλκόφωνο Στέντορα, που έχει φωνή πενήντα ανδρών μαζί (Όμηρος)