Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰλιφροσῠνα-
ονομαστική χαλιφροσύνη αἱ χαλιφροσύναι
      γενική τῆς χαλιφροσύνης τῶν χαλιφροσυνῶν
      δοτική τῇ χαλιφροσύν ταῖς χαλιφροσύναις
    αιτιατική τὴν χαλιφροσύνην τὰς χαλιφροσύνᾱς
     κλητική ! χαλιφροσύνη χαλιφροσύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαλιφροσύν
γεν-δοτ τοῖν  χαλιφροσύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλιφροσύνη < χαλίφρων + -σύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλιφροσύνη, -ης θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία