χαβαρόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαβαρόνι | τα | χαβαρόνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαβαρόνι | τα | χαβαρόνια |
κλητική | χαβαρόνι | χαβαρόνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαβαρόνι < ίσως από το χάβαρο + -όνι (κατά το ψαρόνι, αηδόνι κ.λπ.)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαβαρόνι ουδέτερο (
- (πτηνό) είδος κόρακα, (Corvus frugilegus), που λέγεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και κόραξ ο σπερμολόγος, ο τρυπανοκόραξ, ο καρπολόγος, σιταροκόκορας, σιταροκουρούνα