χήμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χήμωση | οι | χημώσεις |
γενική | της | χήμωσης* | των | χημώσεων |
αιτιατική | τη | χήμωση | τις | χημώσεις |
κλητική | χήμωση | χημώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χημώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χήμωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χήμωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χήμωση
|