Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χάσκα
      γενική της χάσκας
    αιτιατική τη χάσκα
     κλητική χάσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάσκα < χάσκω

  Επίρρημα επεξεργασία

χάσκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία