χάνω αέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
χάνω αέρα
- (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) είμαι μειωμένης διανοητικής αντίληψης
- (κυριολεκτικά, για ελαστικά, σαμπρέλες, σωλήνες) έχω διαρροή αέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφορική σημασία
|
κυριολεκτική σημασία
|