φώτα αεροπλοΐας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου επεξεργασία
φώτα αεροπλοΐας ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φως αεροπλοΐας: φώτα (φανοί) που υποχρεούται να φέρει κάθε εναέριο μέσο, σύμφωνα με διεθνείς κανονισμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
φώτα αεροπλοΐας
|