Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώλιασμα τα φωλιάσματα
      γενική του φωλιάσματος των φωλιασμάτων
    αιτιατική το φώλιασμα τα φωλιάσματα
     κλητική φώλιασμα φωλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώλιασμα < φωλιάζω, φωλιασ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φώλιασμα ουδέτερο

  • η καταφυγή σε μια φωλιά ή σε ένα καταφύγιο για να προστατευτεί κάποιος από κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία