Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύσημα τα φυσήματα
      γενική του φυσήματος των φυσημάτων
    αιτιατική το φύσημα τα φυσήματα
     κλητική φύσημα φυσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύσημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύσημα ουδέτερο

  1. μετακίνηση αέριας μάζας
    το φύσημα του ανέμου
  2. εκπνοή αέρα απο το στόμα
  3. έξοδος αέρα και βλέννας από τη μύτη με δυνατή εκπνοή
    το φύσημα της μύτης
  4. (ιατρική) μη φυσιολογικος ήχος που οφείλεται σε στροβιλισμό του αίματος κατά την κυκλοφορία του και ο οποίος μπορεί να υποδηλώνει καρδιακή πάθηση
  5. (μεταφορικά) η αποπομπή, το διώξιμο, η απόλυση κάποιου
    εκφράσεις: τρώω φύσημα, έφαγε φύσημα ή παίρνω φύσημα, πήρε φύσημα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία