Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύξιος < φύξις (φυγή)

  Επίθετο επεξεργασία

φύξιος, ος, ον

  • που σε τρομάζει ή σε κάνει να το βάζεις στα πόδια ή απεναντίας εκείνος στον οποίο μπορείς να καταφύγεις
  • επίθετο του Δία και του Απόλλωνα

Σημειώσεις επεξεργασία