φωτοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωτοσκόπιο | τα | φωτοσκόπια |
γενική | του | φωτοσκόπιου & φωτοσκοπίου |
των | φωτοσκόπιων & φωτοσκοπίων |
αιτιατική | το | φωτοσκόπιο | τα | φωτοσκόπια |
κλητική | φωτοσκόπιο | φωτοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοσκόπιο
|