φωνενδοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωνενδοσκόπηση | οι | φωνενδοσκοπήσεις |
γενική | της | φωνενδοσκόπησης* | των | φωνενδοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | φωνενδοσκόπηση | τις | φωνενδοσκοπήσεις |
κλητική | φωνενδοσκόπηση | φωνενδοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωνενδοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνενδοσκόπηση < φωνή + ενδοσκόπηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωνενδοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική): ιατρική εξέταση που επιχειρείται με φωνενδοσκόπιο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνενδοσκόπηση
|