Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυτοκομείο τα φυτοκομεία
      γενική του φυτοκομείου των φυτοκομείων
    αιτιατική το φυτοκομείο τα φυτοκομεία
     κλητική φυτοκομείο φυτοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοκομείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτοκομείο ουδέτερο

  • τόπος επιστημονικής καλλιέργειας φυτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία