φυματίωσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυματίωσις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η φυματίωση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1090, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Ιω. Ολ (Ιω. Ορλάνδος, 39) - σελ. 1157, Τόμος Β΄