Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλοταξία οι φυλλοταξίες
      γενική της φυλλοταξίας των φυλλοταξιών
    αιτιατική τη φυλλοταξία τις φυλλοταξίες
     κλητική φυλλοταξία φυλλοταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φυλλοταξία:- εναλλασσόμενη (a) αντίθετη (b και c) σπονδυλωτή (d)
 
Σπειροειδής φυλλοταξία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλοταξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phyllotaxie < αρχαία ελληνική φύλλον + τάξ(ις) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε φυλλο- + -ταξία.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.lo.taˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυλ‐λο‐τα‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλλοταξία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία