Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλορροώ < αρχαία ελληνική φυλλορροέω

  Ρήμα επεξεργασία

φυλλορροώ (β πρόσωπο: φυλλορροείς)

  1. πέφτουν τα φύλλα μου (για δέντρα)
  2. (μεταφορικά) χάνω τις δυνάμεις μου, μαραζώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία