φυλάξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλάω
- θα φυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλάω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φύλαξη