φυγοστρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυγοστρατία θηλυκό
- η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων, η επιθυμία του φυγοστράτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυγοστρατία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)