Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυγοπόλεμος οι φυγοπόλεμοι
      γενική του φυγοπολέμου
φυγοπόλεμου
των φυγοπολέμων
    αιτιατική τον φυγοπόλεμο τους φυγοπολέμους
φυγοπόλεμους
     κλητική φυγοπόλεμε φυγοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγοπόλεμος < φεύγω + πόλεμος

  Επίθετο επεξεργασία

φυγοπόλεμος, η, ο

  1. που αποφεύγει να πολεμήσει, όπως π.χ. οι στρατιώτες που υπηρετούν σε γραφεία
  2. (μεταφορικά) ο υπερβολικά υποχωρητικός, ο φυγόμαχος, εκείνος που αρνείται να δώσει μάχες για να υπερασπιστεί όσα θεωρητικά οφείλει να υποστηρίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία