φτωχογειτονιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτωχογειτονιά | οι | φτωχογειτονιές |
γενική | της | φτωχογειτονιάς | των | φτωχογειτονιών |
αιτιατική | τη | φτωχογειτονιά | τις | φτωχογειτονιές |
κλητική | φτωχογειτονιά | φτωχογειτονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fto.xo.ʝi.toˈɲa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτωχογειτονιά θηλυκό
- γειτονιά όπου μένουν κυρίως φτωχοί
- Με πήγε σε μια φτωχογειτονιά, που βρωμούσε σκόρδο κι αυγά κλούβια. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)