Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτυαρίζω < φτυάρι

  Ρήμα επεξεργασία

 
Άντρας φτυαρίζει το χιόνι.

φτυαρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία