φτυαράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτυαράκι | τα | φτυαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φτυαράκι | τα | φτυαράκια |
κλητική | φτυαράκι | φτυαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτυαράκι < φτυάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτυαράκι ουδέτερο
- μικρό φτυάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτυαράκι
|