Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτηνούτσικα < φτηνούτσικος +

  Επίρρημα επεξεργασία

φτηνούτσικα

  • με τρόπο που να μη στοιχίζει πολλά
    Πήγαμε διακοπές και τη βγάλαμε φτηνούτσικα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φτηνούτσικα