Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτηνοδουλειά οι φτηνοδουλειές
      γενική της φτηνοδουλειάς των φτηνοδουλειών
    αιτιατική τη φτηνοδουλειά τις φτηνοδουλειές
     κλητική φτηνοδουλειά φτηνοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτηνοδουλειά < φτηνός + -ο- + δουλειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτηνοδουλειά θηλυκό

  1. εργασία που δεν κοστίζει πολύ
  2. εργασία που το αποτέλεσμά της είναι κατώτερο των προσδοκιών και αμφίβολης ποιότητας
     συνώνυμα: ψευτοδουλειά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία