φτερνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτερνιά | οι | φτερνιές |
γενική | της | φτερνιάς | των | φτερνιών |
αιτιατική | τη | φτερνιά | τις | φτερνιές |
κλητική | φτερνιά | φτερνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτερνιά θηλυκό
- (λογοτεχνικό) χτύπημα σε ζώο (άλογο, μουλάρι κ.πλ.) με τη φτέρνα η με πτερνιστήρα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φτέρνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτερνιά
|