Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρασεολογία οι φρασεολογίες
      γενική της φρασεολογίας των φρασεολογιών
    αιτιατική τη φρασεολογία τις φρασεολογίες
     κλητική φρασεολογία φρασεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρασεολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική phraséologie ή (άμεσο δάνειο) νεολατινική phraseologia < phrase- < αρχαία ελληνική φρασεω- (φράσις) + -logia ή -logie < αρχαία ελληνική -λογία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾa.se.o.loˈʝi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρασεολογία θηλυκό

  • οι λέξεις, οι φράσεις που επιλέγει κάποιος για να εκφραστεί
    αυτή η φρασεολογία δεν ταιριάζει σε επιστημονικό κείμενο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία