φραγκοκλησιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκοκλησιά | οι | φραγκοκλησιές |
γενική | της | φραγκοκλησιάς | των | φραγκοκλησιών |
αιτιατική | τη | φραγκοκλησιά | τις | φραγκοκλησιές |
κλητική | φραγκοκλησιά | φραγκοκλησιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραγκοκλησιά θηλυκό
- Ναός του καθολικού δόγματος, χτισμένος στην Ελλάδα επί Φραγκοκρατίας - Λατινοκρατίας
- (με κεφαλαίο αρχικό) Τοπωνύμιο περιοχών όπου υπήρχε τέτοιος ναός
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραγκοκλησιά
|