Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουφούλα οι φουφούλες
      γενική της φουφούλας
    αιτιατική τη φουφούλα τις φουφούλες
     κλητική φουφούλα φουφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουφούλα < αβέβαιης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουφούλα θηλυκό

  1. το φουσκωτό κάτω και πίσω τμήμα βράκας νησιώτη
  2. παντελόνι (κατά κανόνα παιδικό ή γυναικείο) που έχει φουσκωτά μπατζάκια και σούρες (συχνά φέρει και τιράντες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία