Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουστανελοφόρος οι φουστανελοφόροι
      γενική του φουστανελοφόρου των φουστανελοφόρων
    αιτιατική τον φουστανελοφόρο τους φουστανελοφόρους
     κλητική φουστανελοφόρε φουστανελοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουστανελοφόρος < φουστανέλ(α) + -ο- + -φόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουστανελοφόρος αρσενικό

  1. αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς
  2. (παλιότερα) χαρακτηρισμός για άκομψο ντύσιμο

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  • βρακάς τους περασμένους δύο αιώνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία