φουστανελοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουστανελοφόρος < φουστανέλ(α) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουστανελοφόρος αρσενικό
- αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς
- (παλιότερα) χαρακτηρισμός για άκομψο ντύσιμο
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- βρακάς τους περασμένους δύο αιώνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουστανελοφόρος
|