Δείτε επίσης: Φουρνάρης, φούρναρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουρνάρης οι φουρνάρηδες
      γενική του φουρνάρη των φουρνάρηδων
    αιτιατική τον φουρνάρη τους φουρνάρηδες
     κλητική φουρνάρη φουρνάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρνάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουρνάρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρνάρης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία