φουρκέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουρκέτα < πιθανόν από την φούρκα και την φοῦρκα που είχαν διχάλες ή ίσως από την ενετικήforcheta (τώρα στα ιταλικά η λέξη σημαίνει πηρούνι) < λατινικά: furca
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουρκέτα θηλυκό
- ελαστικό και λεπτό μέταλλο τσιμπιδάκι μήκους 5-6 εκατοστών σε σχήμα V που σταθεροποιεί τη γυναικεία κόμμωση
- (μεταφορικά) πολύ κλειστή στροφή