Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουρκέτα οι φουρκέτες
      γενική της φουρκέτας των φουρκετών
    αιτιατική τη φουρκέτα τις φουρκέτες
     κλητική φουρκέτα φουρκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρκέτα < πιθανόν από την φούρκα και την φοῦρκα που είχαν διχάλες ή ίσως από την ενετικήforcheta (τώρα στα ιταλικά η λέξη σημαίνει πηρούνι) < λατινικά: furca

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρκέτα θηλυκό

  1. ελαστικό και λεπτό μέταλλο τσιμπιδάκι μήκους 5-6 εκατοστών σε σχήμα V που σταθεροποιεί τη γυναικεία κόμμωση
  2. (μεταφορικά) πολύ κλειστή στροφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία