φουμάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουμάρισμα < φουρμάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουμάρισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία του φουμάρω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φουμάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουμάρισμα
|