φουά γκρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουά γκρα ουδέτερο άκλιτο
- έδεσμα από πολτοποιημένο συκώτι, συνηθέστερα πάπιας ή χήνας, παρέχεται σε διάφορα είδη ανάλογα περιεκτικότητας σκευάσματος, όπως μους φουά γκρα, πατέ φουά γκρα, κ.ά.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φουά γκρα στη Βικιπαίδεια