Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορολαίλαπα οι φορολαίλαπες
      γενική της φορολαίλαπας των φορολαιλάπων
    αιτιατική τη φορολαίλαπα τις φορολαίλαπες
     κλητική φορολαίλαπα φορολαίλαπες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορολαίλαπα < φορο- + λαίλαπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορολαίλαπα θηλυκό

  • απανωτή φορολογία σε κάθε δραστηριότητα ή προϊόν που δημιουργεί ασφυξία

  Μεταφράσεις επεξεργασία