Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροκλοπή οι φοροκλοπές
      γενική της φοροκλοπής των φοροκλοπών
    αιτιατική τη φοροκλοπή τις φοροκλοπές
     κλητική φοροκλοπή φοροκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοροκλοπή < φόρος + κλοπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοροκλοπή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία