Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοριαμός οι φοριαμοί
      γενική του φοριαμού των φοριαμών
    αιτιατική τον φοριαμό τους φοριαμούς
     κλητική φοριαμέ φοριαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

από το ρήμα "φέρω" και το παραγωγικό επίθημα -αμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοριαμός αρσενικό

  • γενική ονομασία για ντουλάπια στενά και ψηλά, που κλείνουν και έχουν ράφια ή συρτάρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία