Δείτε επίσης: βολίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φολίδα οι φολίδες
      γενική της φολίδας των φολίδων
    αιτιατική τη φολίδα τις φολίδες
     κλητική φολίδα φολίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φολίδα < αρχαία ελληνική φολίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φολίδα θηλυκό

  1. (ιχθυολογία, ερπετολογία) το καθένα από τα πολλά μικρά, επίπεδα και σκληρά κομμάτια κερατίνης που καλύπτουν το δέρμα των ψαριών και των ερπετών
     συνώνυμα: λέπι
  2. το καθένα από τα μικρά κομμάτια της επιδερμίδας που αποβάλλονται σε κάποιες δερματοπάθειες
     συνώνυμα: λέπι
  3. (κατ’ επέκταση) μεταλλικό έλασμα ή πλάκα παρόμοια με τη φολίδα (1, 2), που ένα σύνολό τους καλύπτει μια επιφάνεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία