φοβερίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φοβερίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοβερίζω
- θα φοβερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοβερίζω
φοβερίσουν