Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φοβέρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φοβέρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φοβερίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φοβερίζω