φλόγισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλόγισμα < φλογίζω, φλογισ- + -μα. Διαφορετική η ελληνιστική φλόγισμα. [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλόγισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φλογίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλόγισμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φλόγισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλόγισμα < αρχαία ελληνική φλογίζω, φλογισ- + -μα < φλόξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλόγισμα ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- φλόγισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.