φλυκταίνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλυκταίνωση | οι | φλυκταινώσεις |
γενική | της | φλυκταίνωσης* | των | φλυκταινώσεων |
αιτιατική | τη | φλυκταίνωση | τις | φλυκταινώσεις |
κλητική | φλυκταίνωση | φλυκταινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φλυκταινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλυκταίνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλυκταίνωση θηλυκό
- η δημιουργία ή εμφάνιση φλυκταινών, φουσκαλών
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλυκταίνωση
|