Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεγματικός η φλεγματική το φλεγματικό
      γενική του φλεγματικού της φλεγματικής του φλεγματικού
    αιτιατική τον φλεγματικό τη φλεγματική το φλεγματικό
     κλητική φλεγματικέ φλεγματική φλεγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεγματικοί οι φλεγματικές τα φλεγματικά
      γενική των φλεγματικών των φλεγματικών των φλεγματικών
    αιτιατική τους φλεγματικούς τις φλεγματικές τα φλεγματικά
     κλητική φλεγματικοί φλεγματικές φλεγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλεγματικός < αρχαία ελληνική φλεγματικός, ή, όν ελληνιστική λέξη < φλέγμα αλλά η σημασία ήταν αντίθετη και η νεοελληνική έννοια οφείλεται στην αντίστοιχη βρετανική

  Επίθετο επεξεργασία

φλεγματικός -ή -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία