Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλαούνα < από την αρχαία ελληνική παλάθη (παλάθη > flado >fladoonis > φλαούνα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλαούνα θηλυκό

  • (κυπριακά) πασχαλινό, κυπριακό έδεσμα, που αποτελείται από φύλλο και γέμιση από ειδικό τυρί, σταφίδες και δυόσμο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία