Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλανέλα οι φλανέλες
      γενική της φλανέλας των φλανελών
    αιτιατική τη φλανέλα τις φλανέλες
     κλητική φλανέλα φλανέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλανέλα < γαλλική flanelle

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /flaˈne.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλα‐νέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλανέλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • φλανέλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)