Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλαμούρι τα φλαμούρια
      γενική του φλαμουριού των φλαμουριών
    αιτιατική το φλαμούρι τα φλαμούρια
     κλητική φλαμούρι φλαμούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το φλαμούρι, το άνθος της φλαμουριάς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλαμούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *φλαμούρι(ο)ν [1] ή υποκοριστικό του μεσαιωνικού φλάμμουρον με ανομοίωση [l] [l] flamul- > [l] [ɾ] flamuɾ- < φλάμμουλον (πολεμική σημαία) < ελληνιστική κοινή φλάμμουλα (θηλυκό, αναρριχητικό φυτό) < λατινική flammula, υποκοριστικό του flamma. [2]
Για το συσχετισμό του φλαμουριού (όρου της βοτανικής) με την πολεμική σημαία (μεσαιωνική σημασία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και δείτε το οθωμανικό فلامور στο αγγλικό Βικιλεξικό
Δείτε και φλάμπουρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /flaˈmu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλα‐μού‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλαμούρι ουδέτερο

  1. (φυτό) τίλιο, το άνθος της φλαμουριάς
  2. (ποτό) το αφέψημα που φτιάχνεται από το άνθος αυτό
  3. (δέντρο) το δέντρο φλαμουριά
     συνώνυμα: τιλιά, τίλιο, φιλύρα, φλαμουριά
  4. η ξυλεία που παράγεται απ' το δέντρο αυτό, το ξύλο της φλαμουριάς

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • φλαμμούρι (ετυμολογική γραφή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φλαμούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φλαμμούρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.