Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φισκοῦμαι < φίσκος

  Ρήμα επεξεργασία

φισκοῦμαι (φισκόομαι)

  • υφίσταμαι κατάσχεση υπέρ του δημοσίου ταμείου,