Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοσοφικά < φιλοσοφικός

  Επίρρημα επεξεργασία

φιλοσοφικά

  1. με διάθεση για φιλοσοφία, με τάση να εξετάζει κάποιος τα ζητήματα πιο αφηρημένο και πιο συνολικά, πιο αποστασιοποιημένα
    εμείς χανόμαστε κι αυτός βλέπει το θέμα φιλοσοφικά'

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φιλοσοφικά